Σεπτέμβριος

Σεπτέμβριος
– Το Σεπτέμβρη στάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε
– Το Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια
– Του Σεπτέμβρη οι βροχές πολλά κακά μας φέρνουν
Ελληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметы
Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки). 2012.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Σεπτέμβριος" в других словарях:

  • Σεπτέμβριος — Σεπτέμβριος, ο και Σεπτέμβρης, ο (λ. λατ.), όνομα του ένατου μήνα του έτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σεπτέμβριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεπτέμβριος — Έβδομος μήνας του έτους (Σεπτέμβρης). Βλ. λ. Τρυγητής. * * * ο, ΝΜΑ, και Σεπτέμβρης και Σεπτέβρης και Στέμπρης Ν ο ένατος μήνας τού έτους τού νέου ημερολογίου, έβδομος κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος μήνας τού… …   Dictionary of Greek

  • Σεπτεμβρίων — Σεπτέμβριος fem gen pl Σεπτέμβριος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεπτέμβριον — Σεπτέμβριος masc acc sg Σεπτέμβριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεπτεμβρίαις — Σεπτέμβριος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεπτεμβρίου — Σεπτέμβριος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεπτεμβρίους — Σεπτέμβριος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεπτεμβρίῳ — Σεπτέμβριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»